- τειχομαχήσοντα
- τειχομαχέωfight the wallsfut part act neut nom/voc/acc plτειχομαχέωfight the wallsfut part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τειχομαχώ — τειχομαχῶ, έω, ΝΜΑ μάχομαι ως επιτιθέμενος ή ως αμυνόμενος στα τείχη αρχ. πολιορκώ («τειχομαχήσοντα τῷ Ἰλίῳ», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ) … Dictionary of Greek